- ἀσκευώρητος
- ἀσκευώρητος, ον,A not searched thoroughly, Str.8.6.23.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ασκευώρητος — η, ο (AM ἀσκευώρητος, ον) [σκευωρώ] εκείνος ο οποίος δεν έπεσε θύμα σκευωρίας ή συκοφαντίας μσν. το ουδ. ως ουσ. «τὸ ἀσκευώρητον» η ακεραιότητα, η ειλικρίνεια αρχ. αυτός που δεν εξετάστηκε λεπτομερώς … Dictionary of Greek
ἀσκευώρητον — ἀσκευώρητος not searched thoroughly masc/fem acc sg ἀσκευώρητος not searched thoroughly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)